-
1 κηκιω
(ῑ и ῐ)(только praes. и impf.: эп. 3 л. impf. sing. κήκῐε; part. praes. n κηκῖον) тж. med. струиться, извергаться, литься, вытекать
θάλασσα κήκῐε πολλέ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε Hom. — морская вода обильно лилась изо рта и ноздрей (Одиссея);ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. — текущая из глубины (раны) кровь;αἱμὰς κηκιομένα ἑλκέων Soph. — струя крови, текущая из язв -
2 κηκίω
κηκίω, hervorquellen, -sprudeln, reichlich ausströmen; ϑάλασσα κήκιε πολλὴ ἂν στόμα, viel Meerwasser strömte aus dem Munde, Od. 5, 455; στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ' ἐκ βυϑοῦ κηκῖον αἷμα Soph. Phil. 784; pass., τὰν ϑερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων, der aus der Wunde herausgetrieben wird, hervordringt, 690; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 542; ϑερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν 4, 929; vom Rauch, Qualm, ϑυέων τ' ἄπο τηλόϑι κήκιε λιγνύς 1, 1188. [ Hom. u. Ep. haben ι kurz.]
-
3 βυθος
ὅ1) глубь, глубина, пучина(θαλάττης Arst.)
ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. — вытекающая изнутри кровь2) морская пучина(στένει β. Aesch.; ἐς βυθὸν πεσεῖν Soph.)
3) перен. бездна, безмерность(ἀθεότητος Plut.)
-
4 βυθός
βῠθός, ὁ,b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ;ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24
; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph. 783;καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA 619a7
, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib. 622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib. 537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of.., Hp.Praec.7;ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117
;εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm. 130d
;ἀθεότητος Plu.2.757c
; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr. 106, 205. -
5 κηκίω
A gush, bubble forth, θάλασσα.. κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε much brine gushed up through his mouth, Od.5.455, cf.A.R.1.542;ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα S.Ph. 784
: c.acc.cogn., bubble with, send forth,κήκιε πόντος ἀϋτμήν A.R.4.929
:—[voice] Med., ooze,αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων S.Ph. 697
. [[pron. full] ῐ [dialect] Ep.: [pron. full] ῑ S.ll.cc.]
См. также в других словарях:
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek